ἐμμέσως

ἐμμέσως
ἔμμεσος
intermediate
adverbial
ἔμμεσος
intermediate
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… …   Dictionary of Greek

  • βολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγκανίνη) καλυμμένο από αιθάλη,… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”